βασιλήιον

βασιλήιον
βασιλήϊον , βασίλειον
kingly dwelling
neut nom/voc/acc sg (ionic)
βασιλήϊον , βασίλειος
royal
masc acc sg (epic ionic)
βασιλήϊον , βασίλειος
royal
neut nom/voc/acc sg (epic ionic)
βασιλήϊον , βασίλειος
royal
masc/fem acc sg (epic ionic)
βασιλήϊον , βασίλειος
royal
neut nom/voc/acc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βασίλειο — το (AM βασίλειον, Α και βασιλήϊον, ιων. τ.) 1. (στον εν. ή πληθ.) βασιλική κατοικία, ανάκτορο 2. η επικράτεια του βασιλιά 3. το βασιλικό αξίωμα και η εξουσία νεοελλ. 1. χώρα της οποίας ανώτατος άρχοντας είναι ο βασιλιάς («το βασίλειο της Δανίας») …   Dictionary of Greek

  • βασιλιάς — ο και βασιλεύς και βασιλέας και βασιλές και βασιλιός (θηλ. βασίλισσα, η) (AM βασιλεύς, Μ και βασιλέας θηλ. AM βασίλισσα και βασιλίς, Α και βασιλέα και βασίλεια και βασιληΐς) 1. ο κληρονομικός ανώτατος άρχοντας του κράτους 2. πρώτος ή έξοχος μέσα… …   Dictionary of Greek

  • τυκτά — Α (κατά τον Ηρόδ.) «τέλειον δεῑπνον βασιλήϊον». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. περσ. προέλευσης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”